προειδοποιητικός

προειδοποιητικός
-ή, -ό
αυτός που χρησιμεύει για προειδοποίηση, που γίνεται για προειδοποίηση: Προειδοποιητικό παράγγελμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προειδοποιητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με σκοπό να προειδοποιήσει («προειδοποιητική ανακοίνωση») 2. φρ. «προειδοποιητική συμπεριφορά» ζωολ. η χρήση, από έναν οργανισμό, βιολογικών χρωστικών που τόν καθιστούν πολύ ορατό, σε σύγκριση με το περιβάλλον,… …   Dictionary of Greek

  • δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • προαγγελτικός — ή, ό / προαγγελτικός, ή, όν, ΝΑ [προαγγέλλω] αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να προαγγέλλει, προειδοποιητικός. επίρρ... προαγγελτικῶς Α με προαναγγελία, προειδοποιητικώς …   Dictionary of Greek

  • προαναφωνητικός — ή, όν, Μ [προαναφωνῶ] προειδοποιητικός («σχήμα προαναφωνητικὸν τῶν ἐφεξῆς», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • υπομνηστικός — ή, ό / ὑπομνηστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] αυτός που υπενθυμίζει κάτι ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνηση μσν. προειδοποιητικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομνηστικόν υπόμνημα αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προξενεί κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. διαταγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”